κανωπικόν 2

κανωπικόν 2
κανωπικόν 2.
Grammatical information: n.?
Meaning: `kind of cake'
Origin: see κάνωπος.
Etymology: Prob. derived from Κάνωπος.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Κανωπικόν — cake neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κανωπικοῦ — Κανωπικόν cake neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κανωπικά — Κανωπικόν cake neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κανωπικῷ — Κανωπικόν cake neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κανωπικός — κανωπικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Κάνωπο ή Κάνωβο, αλλ. Κανωβικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κανωπικόν α) το φυτό ευφορβία πιτύουσα β) είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την πρώτη σημ. καθώς και με τη σημ. «είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”